- υαλωτός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που αποτελείται από υαλοπίνακες, τζαμωτός2. το ουδ. ως ουσ. το υαλωτότο τζαμωτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek